παπύρινος

παπύρινος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος από πάπυρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παπύρινος — η, ο / παπύρινος, ίνη, ον, ΝΑ [πάπυρος] κατασκευασμένος από το φυτό πάπυρος …   Dictionary of Greek

  • παπυρίνη — παπύρινος made of papyrus fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπυρίνης — παπύρινος made of papyrus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπυρίνοις — παπύρινος made of papyrus masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπυρίνῃ — παπύρινος made of papyrus fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπυρίνας — παπυρίνᾱς , παπύρινος made of papyrus fem acc pl παπυρίνᾱς , παπύρινος made of papyrus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”